κοφινώδης

κοφινώδης
κοφινώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κοφίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόφινος + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ερεβ-ώδης, πορ-ώδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοφινῶδες — κοφινώδης like a basket masc/fem voc sg κοφινώδης like a basket neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”